- φῖτυς
- φῖτυς, υος, ὁ,A begetter, father, Lyc.462,486.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίτυς — ίτυος, ὁ, Α γονέας, πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. φιτύω] … Dictionary of Greek